Η  Κατερίνα Μήτρη του Νικολάου, ακούραστο μέλος του γυναικείου τμήματος του Λακωνικού Συλλόγου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ιστορικό Γεράκι στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Πάρνωνα. 

Πρώτη κόρη του Δημήτρη και της Μεταξίας Βλάχου, τα παιδικά της χρόνια επισκιάστηκαν από τον πόλεμο.  Έτσι δεν είχε την ευκαιρία να πάει ούτε μια μέρα στο σκολειό.  Σχεδόν αυτοδίδακτη έμαθε λίγα γράμματα να διαβάζει, να γράφει και να μετράει.  Από μικρή χρειάστηκε κι αυτή να βοηθήσει την οικογένεια να τα βγάλει πέρα γιατί τον καιρό εκείνο η πατρίδα περνούσε δύσκολα χρόνια σκληρής δοκιμασίας, πρώτα με την ξενική κατοχή και μετέπειτα με τον εμφύλιο σπαραγμό.

Στο τέλος του 1952 η 18χρόνη Κατερίνα  παντρεύτηκε το Νίκο Μήτρη και μαζί έπλαθαν όνειρα μιας ευτυχισμένης ζωής.  Στην φαντασία του Νίκου ο δρόμος της επιτυχίας τραβούσε πέρα από τον ορίζοντα του λακωνικού κάμπου, πιο μακριά ακόμη και από τους απέραντους ωκεανούς.  Έτσι, γραφτήκανε στη ΔΕΜΕ όταν έμαθαν ότι ζητούσανε εργάτες να πάνε στους αντίποδες της γης, στη χώρα όνειρο, στην Αυστραλία.  Με συγκίνηση η Κατερίνα θυμάται τις τελευταίες μέρες στο Γεράκι.  Είχε πάει, λέει, με τη γιαγιά της, την Κατερίνα, να αποχαιρετήσει τους γονείς της στο καλύβι, στην Σκαλίτσα, και ανακαλεί στην μνήμη της, «επειδή είχα ακούσει σαν παιδί τους ξενιτεμένους να γυρίζουνε πέτρα ανάποδα για να αποκλείσουνε το γυρισμό, έτσι κι εγώ απομακρύνοντας τη Σκαλίτσα τόλμησα το ίδιο.  Εκεί και τότε αναποδογύρισα πέτρα.  Είναι κάτι που το έχω μετανιώσει και κάθε φορά που το θυμάμαι με λυγίζει τόσο πολύ, με κατασπαράζει.»

Η τριμελές οικογένεια, ο Νίκος, η Κατερίνα και η μικρούλα Στέλλα που δεν είχε ακόμη χρονιάσει, αναχώρησε από τον Πειραιά με το Ιταλικό υπερωκεάνιο «Ανασέλεν» στις 5 του Ιούνη 1954.  Ξεμπάρκαραν στην Μελβούρνη 27 μέρες αργότερα, ένα χειμωνιάτικο πρωί, στις 2 του Ιούλη.  Το απόγευμα της ίδιας μέρας καθοδηγηθήκανε στο τραίνο που θα τους πήγαινε στην επαρχιακή Μπονεγκίλλα, και το περιβόητο κέντρο υποδοχής μεταναστών.  Τους περίμενε ένας μήνας γεμάτος άγχος και  αβεβαιότητας μέχρι που ο συγχωριανός και καλός φίλος, Τάσος Πήλιουρας, εγγυηθεί στις αρχές ότι τους βρήκε στέγαση και δουλειά στην Αδελαΐδα.

Τα πρώτα χρόνια στην Αδελαΐδα ήταν πολύ δύσκολα.  Η Κατερίνα διηγείται, «Πρώτα πρώτα η γλώσσα σε έσκαζε και τα αφεντικά έδιναν τις πιο δύσκολες, τις πιο κουραστικές και τις πιο ανθυγιεινές δουλειές στους μετανάστες.  Τα χρήματα ήτανε λιγοστά.  Έτσι για να τα βγάλουμε πέρα και να αποκτήσουμε κάτι υποχρεωνόμασταν να κάνουμε αυστηρές οικονομίες.  Μέχρι πέντε οικογένειες, 17 άτομα, στριμώχνονταν σε κάθε σπίτι, δηλαδή μια οικογένεια σε κάθε δωμάτιο.  Κάναμε βάρδιες για να μαγειρεύουμε, να τρόμε, να κάνουμε μπάνιο και να πλένουμε τα ρούχα.»  Το πιο ενοχλητικό για την Κατερίνα ήτανε να αφήνει τα παιδιά της να τα κοιτάζουνε άλλοι για να πηγαίνει αυτή στη δουλειά.  Σε κάθε δύσκολη στιγμή, κι ήτανε πολλές απ' αυτές, η Κατερίνα θυμόταν αυτό που είχε πει στην γιαγιά της στην Σκαλίτσα.

Στο μόχθο και αγώνα της επιβίωσης η Κατερίνα εργάστηκε σε πολλές δουλειές: σ' ένα εργοστάσιο που έκανε κονσέρβες, σε 2-3 εποχιακά φρουτάδικα, σε αγροτικές δουλειές και στα καφενεία του Νίκου.

Ο Νίκος γρήγορα έγινε γνωστός στην παροικία που όλο και μεγάλωνε.  Δημιουργικός, κοινωνικός και φιλότιμος πρώτα προσπάθησε να αναπαράγει το παραδοσιακό ελληνικό καφενείο στην παροικία.  Αναμφίβολα, όμως, η πιο σπουδαία συμβολή το Νίκου στην λακωνική πάτρια ήρθε τον καιρό της πιο κρίσιμης οικονομικής ανάγκης.  Τη δεκαετία του '60 ο Νίκος αγόρασε ένα φορτηγάκι και σάρωσε τα περβόλια στα Adelaide Hills για να βρει δουλειές για τους άνεργους κι εκείνες, κυρίως γυναίκες, που το έβρισκαν δύσκολο να τα καταφέρουνε με τον τρόπο που δουλεύανε τα εργοστάσια.  Δουλευτάρες, προκομμένες Λακώνισσες ψημένες στις σκληρές αγροτικές δουλειές πηγαίνανε παρέες παρέες, πολλές φορές τραγουδώντας, με το φορτηγάκι του Νίκου στα πανέμορφα περβόλια των Adelaide Hills  να μαζέψουν κεράσια, μήλα, μπιζέλια, μαπάκια ή οτιδήποτε φρούτο ή λαχανικό έβγαζε η εύφορη αυτή περιοχή.   Σίγουρα ήταν μια επικερδές επιχείρηση του Νίκου και συνάμα ένα οικονομικό ξελάφρωμα για πολλές λακωνικές οικογένειες.

Η Κατερίνα στάθηκε πάντοτε στο πλευρό του άντρα της που δυστυχώς πέθανε πριν έξι χρόνια.  Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία.  Με περηφάνια, κι με εκείνο το καθησυχαστικό χαμόγελο που τον ξεχώριζε, ο αείμνηστος την αποκαλούσε, «το τιμόνι της οικογένειας».  Η ίδια την προσωπική της επιτυχία την αποδίδει στην σκληρή δουλειά και στον καλό και πανέξυπνο σύντροφο που είχε.  Απόδειξη αυτής της επιτυχίας είναι τα τρία τους παιδιά, η Στέλλα, ο Γιώργος και ο Δημήτρης.

Τις ελεύθερες ώρες η Κατερίνα επιθυμεί να τις περνάει με τα εφτά εγγόνια της ή με τις δραστηριότητες του Λακωνικού Συλλόγου.  Νοσταλγεί την πατρίδα κι έχει επιστρέψει εννιά φορές γιατί όπως λέγει, «ο καθένας απ' τον τόπο του κρατάει ένα κομμάτι.»

Λάκωνες | Αντωνία Αρβανιτάκη | Κατερίνα Μήτρη